Powered by Blogger.

Η Οδύσσεια ενός λουόμενου

Το ξεπουπούλιασμα της «κότας με τα χρυσά αυγά». Κάπως έτσι μπορεί να παρομοιαστεί η εκμετάλλευση που τυγχάνουν οι επισκέπτες των κατά τα άλλα πανέμορφων παραλιών της Κύπρου.

«Καλοκαίρι και κρίση. Δύσκολος συνδυασμός, που με κάποιον τρόπο όμως πρέπει να τον υποστείς», σκέφτηκε ο κ. Λάκης. Μεταξύ της αφόρητης ζέστης του καλοκαιριού, με τον υδράργυρο να κτυπά 40άρια, και του λογαριασμού της ΑΗΚ, που φουσκώνει με τους ίδιους τρελούς ρυθμούς, η οικογένεια του κ. Λάκη ψάχνει τρόπους να περάσει όσο πιο ανώδυνα, αλλά και οικονομικά το φετινό καύσωνα. Λεφτά για απόδραση στο εξωτερικό, ούτε για συζήτηση. Να μείνουν στο σπίτι κλεισμένοι στο κλιματιστικό τρεις μήνες βιώνοντας την καλοκαιρινή απραξία, δε λέει. Επομένως, η μόνη οικονομική λύση για στιγμές χαλάρωσης στο άμεσο μέλλον, φαντάζουν οι μονοήμερες αποδράσεις στις κοντινές παραλίες της πόλης, μιας και η βενζίνη πια δεν επιτρέπει πολλά πήγαινε – έλα.

«Καλή διάθεση να έχουμε και όπου και αν είμαστε, καλά θα περάσουμε», ήταν πάντοτε η φιλοσοφία του κ. Λάκη. Η γυναίκα του ήταν σύμφωνη. Δεν ήταν ποτέ της σπάταλο πλάσμα, ήξερε να μετρά τα κουκιά της οικογένειας. Τα δύο τους παιδιά ήταν το ίδιο βολικά. Βλέπετε οι ηλικίες τους δεν προσφέρονταν ακόμα για τρελές απαιτήσεις. Ο μεγαλύτερος γιος του ήταν δέκα ετών, ενώ ο μικρότερος έξι. Παιχνίδι στις παραλίες ζητούσαν, όπου και αν ήταν αυτές.

Μια ωραία Κυριακή, λοιπόν, που ο καύσωνας ήταν αφόρητος, αποφάσισαν να δροσιστούν σε μια απ’ τις παραλίες του Πρωταρά. Λαρνακείς στην καταγωγή, αποφάσισαν να πάνε λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, για χάρη των παιδιών. Ο κ. Λάκης είναι απ’ τους ανθρώπους που έχουν μεγάλη αγωνία να ευχαριστήσουν την οικογένεια τους. Αγνός άνθρωπος, αυθεντικός. Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν απ’ το πρωί. Ετοίμασαν τις τσάντες θαλάσσης τους, τα παιχνίδια, τις παγωνιέρες με τα μπουκάλια νερού και χυμούς, τα σνακ τους για το μεσημέρι, λίγα φρούτα, ομπρέλες, χαλάκια και έτοιμοι για αναχώρηση! Τα παιδιά ήταν πολύ ενθουσιασμένα, τους άρεσαν πολύ αυτές οι οικογενειακές εξορμήσεις. Με τα καπελάκια τους, τα γυαλιά ηλίου και όλα τα αξεσουάρ θαλάσσης ήταν έτοιμοι για μακροβούτια.

Ευτυχώς στο δρόμο δε βρήκαν ιδιαίτερη κίνηση. Για το χώρο στάθμευσης , όμως, έγινε πραγματική μάχη. Οι στιγμές χαλάρωσης του κ. Λάκη άρχισαν ήδη, πριν ακόμα κατεβούν στην παραλία, να κλονίζονται. Μα πώς ήταν δυνατό; Εδώ και μισή ώρα έψαχναν παρκινγκ, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο κ. Λάκης άρχισε να δυσανασχετεί. Είχε ξεχάσει πόσο πολυσύχναστες ήταν οι παραλίες του Πρωταρά. Έψαχνε κάπου να μην είναι πολύ μακριά, για να μπορεί να μεταφέρει όλα αυτά τα παιχνίδια των παιδιών, τις φουσκωτές βαρκούλες, παγωνιέρες, ομπρέλες, χαλάκια. Στη μισή ώρα, έψαχνε απλά ένα χώρο στάθμευσης, οπουδήποτε και αν ήταν αυτός, κοντά ή μακριά. Βλέπει ένα άδειο χώρο, στο απέναντι παρκινγκ του ξενοδοχείου. «Επιτελούς», σκέφτηκε, «το μαρτύριο τελείωσε». Με επιδέξιες κινήσεις κερδίζει με την αξία του το παρκινγκ του, μέχρι που ήρθε ένας κοστουμάτος κύριος και του ανακοινώνει πως ο χώρος στάθμευσης είναι αποκλειστικά για τους ένοικους του ξενοδοχείου. «Και θέλετε να μου πείτε πως όλοι αυτοί είναι ένοικοι;», απαντά εκνευρισμένος ο κ. Λάκης. Ο κοστουμάτος κύριος άρχισε να εκνευρίζεται εξίσου. «Σας παρακαλώ κύριε, είναι ιδιωτικός χώρος». Ο κ. Λάκης δε συνέχισε. Έβαλε μπρος και συνέχισε το οδοιπορικό του. Με κόπο, μόχθο και τόνους ιδρώτα κατάφερε να παρκάρει το αυτοκίνητό του -να ’λεγες πως ήταν και μεγάλο να το δικαιολογούσες- αρκετά μέτρα μακριά. «Καλή καρδιά», του υπενθυμίζει η γυναίκα του.

Επιτέλους, βρέθηκαν στην όασή τους. Με την αγωνία του μακροβουτιού, άπλωσαν τα χαλάκια τους και τοποθέτησαν την ομπρέλα τους, με τους γύρω λουόμενους να κοιτάζουν κάπως περίεργα. Ο κ. Λάκης ήταν πολύ απασχολημένος με την τοποθέτηση της ομπρέλας του, για να προσέξει τα ενοχλητικά βλέμματα. Βλέπετε «το ρημάδι το κουμπάκι», όπως ονόμαζε το μηχανισμό της ομπρέλας, δεν άνοιγε εύκολα. Στα δέκα λεπτά τούς πλησιάζει ένας γυμνασμένους νεαρός. «Συγγνώμη κύριε», λέει στον κ. Λάκη, «το φαγητό και ποτό σε αυτή την παραλία πρέπει να προέρχονται από το μπαρ», δείχνοντας το μπαρ με τη δυνατή μουσική. «Ευχαριστούμε, αλλά είναι εντάξει, ήρθαμε εξοπλισμένοι», απαντά με αφέλεια ο κ. Λάκης. «Ναι κύριε, και εγώ σας εξηγώ πως πρέπει να προμηθευτείτε ό,τι πιείτε και ό,τι φάτε απ’ το μπαρακί», συνεχίζει ο φουσκωτός. «Ε και τι να τα κάνω όλα αυτά που έφερα;». «Δεν ξέρω κύριε, πάρτε τα πίσω στο αυτοκίνητο». Η γυναίκα του κ. Λάκη πιο ψύχραιμη, τον παρακαλούσε να μη δημιουργήσει πρόβλημα, μιας και ήδη τους κοίταζε όλη η παραλία.

«Εγώ δεν το δέχομαι αυτό», φώναξε απηυδισμένος ο κ. Λάκης. Η εξόρμησή του χάλασε για τα καλά. «Καλύτερα να φύγω», είπε και έδωσε σήμα στην οικογένεια του να τα μαζέψουν. Περπατώντας φορτωμένος για το αυτοκίνητο σκέφτηκε: «Ποτέ ξανά! Καλύτερα στο σπίτι μου και ας με μαδήσει η ΑΗΚ με το κλιματιστικό».

0 comments